συνοψίζομαι

συνοψίζομαι
συνοψίζομαι, συνοψίστηκα, συνοψισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιώνω — (Α κεφαλαιῶ, όω, Μ κεφαλαιώνω) [κεφάλαιο] αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.) νεοελλ. συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • προσανακεφαλαιούμαι — όομαι, Α ανακεφαλαιώνομαι περαιτέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακεφαλαιοῦμαι «συνοψίζομαι, ανακεφαλαιώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνοψίζω — ΝΜΑ [σύνοψις] εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω μσν. μέσ. συνοψίζομαι α) συναντώ κάποιον β) παρουσιάζομαι σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.) αρχ. 1. παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον 2. εκτιμώ («τὸ χῶμα ὑπὸ τοῡ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”